ομοιοφάνεια

ομοιοφάνεια
η
ζωολ. τύπος χρωματικής προσαρμογής προς το περιβάλλον, που συνίσταται στη μείωση τής έντασης τού χρώματος ενός ζώου κατά την ημέρα και μέσα σε ανοιχτόχρωμο περιβάλλον ή στην επαύξησή της μέσα σε μελανό περιβάλλον, αλλά πάντοτε κατά την ημέρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ομοιοφανής — ές (ΑΜ ὁμοιοφανής, ές) νεοελλ. ζωολ. αυτός που χαρακτηρίζεται από ομοιοφάνεια μσν. αρχ. αυτός που παρέχει όμοια οπτική εντύπωση, που φαίνεται όμοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + φανής (< φαίνω / φαίνομαι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”