- ομοιοφάνεια
- ηζωολ. τύπος χρωματικής προσαρμογής προς το περιβάλλον, που συνίσταται στη μείωση τής έντασης τού χρώματος ενός ζώου κατά την ημέρα και μέσα σε ανοιχτόχρωμο περιβάλλον ή στην επαύξησή της μέσα σε μελανό περιβάλλον, αλλά πάντοτε κατά την ημέρα.
Dictionary of Greek. 2013.